αγορεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγορεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω
  2. θα αγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

αγορεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγόρευση