excuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
excuse | excuses |
excuse (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | excuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | excuses |
αόριστος | excused |
παθητική μετοχή | excused |
ενεργητική μετοχή | excusing |
excuse (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
excuse | excuses |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
excuse (fr) θηλυκό
- η δικαιολογία, η δικαιολόγηση, η απολογία