ακατανόητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατανόητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκατανόητος.[1] Συγχρονικά αναλύετα σε α- στερητικό + κατανοητός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.taˈno.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐νό‐η‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατανόητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να κατανοηθεί, που δεν το(ν) καταλαβαίνουμε
- ↪ μιλούσε με λόγια ακατανόητα
- που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που τον προκάλεσαν
- ↪ αυτή η ενέργεια είναι για μένα ακατανόητη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις και, νοώ και νους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατανόητος
[επεξεργασία]
- ↑ ακατανόητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)