αλληλοκατανόηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοκατανόηση | οι | αλληλοκατανοήσεις |
γενική | της | αλληλοκατανόησης* | των | αλληλοκατανοήσεων |
αιτιατική | την | αλληλοκατανόηση | τις | αλληλοκατανοήσεις |
κλητική | αλληλοκατανόηση | αλληλοκατανοήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοκατανοήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλληλοκατανόηση θηλυκό
- η κατανόηση που διέπεται από αμοιβαιότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλοκατανόηση