αμοιβαιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμοιβαιότητα < (καθαρεύουσα) αμοιβαιότης < αμοιβαίος + -ότης / -ότητα, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réciprocité· η λέξη βρίσκεται στο Dictionnaire Grec-moderne / Français τού Par F. D. Dehéque που εκδόθηκε το 1825 και μάλλον είχε πλαστεί πριν την χρονολογία αυτή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμοιβαιότητα θηλυκό (λόγιο)
- η ανταπόδοση των ίδιων συναισθημάτων (ή μιας ιδιότητας) ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες
- ≠ αντώνυμα: (μονομέρεια)
- ανταλλαγή, ανταπόδοση
- (νομικός όρος) (διεθνές δίκαιο) η αποδοχή κοινών δεσμεύσεων και η ανταπόδοση ωφελημάτων ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα κράτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμοιβαιότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)