ανταλλαγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανταλλαγή < (ελληνιστική κοινή) ἀνταλλαγή < ἀνταλλάσσω < ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική échange)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανταλλαγή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω
- (πληροφορική) η ανταλλαγή περιεχομένων μεταξύ κύριας και δευτερεύουσας μνήμης (πχ. σκληρός δίσκος). Όταν εκτελούνται πολλά προγράμματα μαζί και δεν επαρκεί η κύρια μνήμη, τμήματα αυτής αποθηκεύονται προσωρινά στη δευτερεύουσα, αναστέλλοντας την εκτέλεση κάποιων προγραμμάτων.[1]
- (προγραμματισμός) η ανταλλαγή των περιεχόμενων τιμών μεταξύ δύο μεταβλητών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις ανταλλάσσω, αλλάζω και άλλος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταλλαγή
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Διαχείριση Μνήμης στα Λειτουργικά Συστήματα - Ανταλλαγή, πρόσβαση:2020-01-11
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)