αδιάβαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιάβαστος η αδιάβαστη το αδιάβαστο
      γενική του αδιάβαστου της αδιάβαστης του αδιάβαστου
    αιτιατική τον αδιάβαστο την αδιάβαστη το αδιάβαστο
     κλητική αδιάβαστε αδιάβαστη αδιάβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιάβαστοι οι αδιάβαστες τα αδιάβαστα
      γενική των αδιάβαστων των αδιάβαστων των αδιάβαστων
    αιτιατική τους αδιάβαστους τις αδιάβαστες τα αδιάβαστα
     κλητική αδιάβαστοι αδιάβαστες αδιάβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αδιάβαστος < α- στερητικό + διαβάζω, διαβασ- + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈðʝa.va.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐διά‐βα‐στος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αδιάβαστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει διαβάσει, δεν έχει μελετήσει κάτι
    Πάλι πήγε στο σχολείο ο Γιώργος αδιάβαστος.
  2. (κατ’ επέκταση) που δεν γνωρίζει κάτι
    Μου έκανε μια ξαφνική ερώτηση και με έπιασε αδιάβαστο.
     συνώνυμα: αμαθής, άσχετος
  3. που δεν το έχουν διαβάσει, δεν το έχουν μελετήσει
  4. που δεν μπορείς να τον διαβάσεις, εξαιρετικά δυσανάγνωστος
    ※  Στο γράψιμο του Μακρυγιάννη, που είναι αδιάβαστο για τον απροειδοποίητο αναγνώστη, συλλαβίζεις, πολύ περισσότερο από τις λέξεις, την επίμονη βούληση του συγγραφέα να ζωγραφίσει στο χαρτί τον εαυτό του. (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές (1944, 1992) [δοκίμια])
    ΣτΕ: Ο Σεφέρης αναφέρεται στη περίεργη γραφή του Μακρυγιάννη, δυσανάγνωστη, φωνητική (χωρίς ορθογραφία) που αποτυπώνει και τις ιδιωματικές προφορές.
  5. (θρησκεία) που δεν τον «έχουν διαβάσει», που δεν εκφωνήθηκαν (διάβαστηκαν) για αυτόν οι αρμόζουσες ευχές από ιερέα (για ασθενείς ή νεκρούς, αλλά και σε πρόσωπα που αντιμετωπίζουν διάφορα, ψυχολογικά κυρίως, προβλήματα)
    Πήγε αδιάβαστος εκεί στην ξενιτιά, ούτ' ένα λουλούδι στον τάφο του, ούτ' ένα καντήλι.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διαβάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]