ακαταπολέμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαταπολέμητος < α- στερητικό + (καταπολεμώ) καταπολέμη- + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.ta.poˈle.mi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τα‐πο‐λέ‐μη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαταπολέμητος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαταπολέμητος
→ δείτε τη λέξη ανίκητος |