αδρανής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀδρανής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδρανής η αδρανής το αδρανές
      γενική του αδρανούς* της αδρανούς του αδρανούς
    αιτιατική τον αδρανή την αδρανή το αδρανές
     κλητική αδρανή(ς) αδρανής αδρανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδρανείς οι αδρανείς τα αδρανή
      γενική των αδρανών των αδρανών των αδρανών
    αιτιατική τους αδρανείς τις αδρανείς τα αδρανή
     κλητική αδρανείς αδρανείς αδρανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδρανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδρανής < ἀ- (στερητικό) + δραν- του δραίνω < δράω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ðɾaˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐δρα‐νής

Επίθετο[επεξεργασία]

αδρανής, -ής, -ές

  1. που δεν παρουσιάζει καμία δράση, στερείται δραστηριότητας κάθε μορφής
     συνώνυμα: οκνός, νωθρός
  2. που αντιμετωπίζει τα πράγματα παθητικά, που δεν ενεργεί και δεν αντιδρά σε προκλήσεις στο περιβάλλον του
     συνώνυμα: ανύπαρκτος, παθητικός, πλασματικός
  3. (χημεία) που δεν αντιδρά, ή δεν επιδρά, δηλαδή τείνει να διατηρεί την ίδια κατάσταση ακόμα και όταν προστίθενται άλλα χημικά στοιχεία ή χημικές ενώσεις
    αδρανής ατμόσφαιρα, αδρανής μάζα, αδρανές αέριο, αδρανές κράμα, αδρανές υλικό
  4. (βιολογία) αναφέρεται κυρίως σε γονίδιο χωρίς δράση

Παράγωγα[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη δρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]