αδρανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρανής < αρχαία ελληνική ἀδρανής < α- (στερητικό) + δραίνω < δράω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ðɾa.ˈnis/
Επίθετο[επεξεργασία]
αδρανής, -ής, -ές
- που δεν παρουσιάζει καμία δράση, στερείται δραστηριότητας κάθε μορφής
- που αντιμετωπίζει τα πράγματα παθητικά, που δεν ενεργεί και δεν αντιδρά σε προκλήσεις στο περιβάλλον του
- (τεχνολογία), (χημεία) που δεν αντιδρά, ή δεν επιδρά, δηλαδή τείνει να διατηρεί την ίδια κατάσταση ακόμα και όταν προστίθενται άλλα χημικά στοιχεία ή χημικές ενώσεις
- αδρανής ατμόσφαιρα, αδρανής μάζα, αδρανές αέριο, αδρανές κράμα, αδρανές υλικό
- (βιολογία): αναφέρεται κυρίως σε γονίδιο χωρίς δράση.
[επεξεργασία]
- αδράνεια
- αδρανειακός
- αδρανοποιώ
- αδρανώ
- → δείτε τη λέξη δρω