γονίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γονίδιο | τα | γονίδια |
γενική | του | γονιδίου & γονίδιου |
των | γονιδίων |
αιτιατική | το | γονίδιο | τα | γονίδια |
κλητική | γονίδιο | γονίδια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γονίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) νεολατινική gonidium < αρχαία ελληνική γόνος + -ίδιον < γίγνομαι [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣoˈni.ði.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐νί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γονίδιο ουδέτερο
- (βιολογία, γενετική) βασική φυσική μονάδα κληρονομικότητας στους ζωντανούς οργανισμούς, τμήμα του χρωματοσώματος που μεταβιβάζει πληροφορίες από το ένα κύτταρο σε άλλο και κατ' επέκταση από τη μια γενιά στην άλλη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- γονιδιακός
- γονιδίωμα
- γονιδιωματική
- γονιδιωματικός
- → δείτε τη λέξη γίνομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γονίδιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γονίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίδιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)