αζήμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αζήμιος | η | αζήμια & αζήμιος |
το | αζήμιο |
γενική | του | αζήμιου & αζημίου |
της | αζήμιας & αζημίου |
του | αζήμιου & αζημίου |
αιτιατική | τον | αζήμιο | την | αζήμια & αζήμιο |
το | αζήμιο |
κλητική | αζήμιε | αζήμια & αζήμιε |
αζήμιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αζήμιοι | οι | αζήμιες & αζήμιοι |
τα | αζήμια |
γενική | των | αζήμιων & αζημίων |
των | αζήμιων & αζημίων |
των | αζήμιων & αζημίων |
αιτιατική | τους | αζήμιους & αζημίους |
τις | αζήμιες & αζημίους |
τα | αζήμια |
κλητική | αζήμιοι | αζήμιες & αζήμιοι |
αζήμια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αζήμιος < στερητικό α- + ζημιά
Επίθετο
[επεξεργασία]αζήμιος, -α, -ο