ακομπλάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακομπλάριστος < α- + κομπλάρω + -τος < γαλλική combler < λατινική cumulare, απαρέμφατο ενεστώτα τού cumulo < cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁-
Επίθετο[επεξεργασία]
ακομπλάριστος, -η, -ο
- που δεν κομπλάρει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακομπλάριστος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)