εντιμότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐντιμότητα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντιμότητα οι εντιμότητες
      γενική της εντιμότητας των εντιμοτήτων
    αιτιατική την εντιμότητα τις εντιμότητες
     κλητική εντιμότητα εντιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντιμότητα < αρχαία ελληνική ἐντιμότης < ἔντιμος < τιμή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική honorabilité)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /en.diˈmo.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντιμότητα θηλυκό

  • το να είναι κάποιος έντιμος, η ιδιότητα του έντιμου
    ※  Η δεύτερη απάντηση είναι ότι το μακροχρόνιο συμφέρον κάθε πολίτη είναι να ζει σε μια ευνομούμενη και δίκαιη κοινωνία και συνεπώς η εντιμότητα είναι η καλύτερη πολιτική για όλους μαζί και για τον καθένα χωριστά. Η τρίτη απάντηση είναι ότι η εντιμότητα είναι αυτοσκοπός που, ανεξάρτητα από άλλα οφέλη, δίνει ένα αίσθημα ικανοποίησης και υπερηφάνειας το οποίο είναι το αντίθετο της περιφρόνησης που αισθανόμαστε για τους απατεώνες, πλούσιους ή φτωχούς, διάσημους ή άσημους, γνωστούς ή αγνώστους. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]