Μετάβαση στο περιεχόμενο

loyauté

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
loyauté loyautés

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

loyauté (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη loyal