loyauté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
loyauté | loyautés |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loyauté (fr) θηλυκό
- η τιμιότητα, η εντιμότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη loyal