Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαρύτιμος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύτιμος η βαρύτιμη το βαρύτιμο
      γενική του βαρύτιμου της βαρύτιμης του βαρύτιμου
    αιτιατική τον βαρύτιμο τη βαρύτιμη το βαρύτιμο
     κλητική βαρύτιμε βαρύτιμη βαρύτιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύτιμοι οι βαρύτιμες τα βαρύτιμα
      γενική των βαρύτιμων των βαρύτιμων των βαρύτιμων
    αιτιατική τους βαρύτιμους τις βαρύτιμες τα βαρύτιμα
     κλητική βαρύτιμοι βαρύτιμες βαρύτιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαρύτιμος < ελληνιστική κοινή βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βαρύτιμος

Επίθετο

[επεξεργασία]

βαρύτιμος

  • που έχει υψηλή τιμή ή μεγάλη αξία (χρησιμοποιείται συνήθως για πολύτιμα αντικείμενα)
      Κάθε Αύγουστο στο Μπιλμπάο της Ισπανίας διαγωνιζόμενοι από όλο τον κόσμο προσπαθούν να κερδίσουν το βαρύτιμο τρόπαιο της πιο μεγάλης μουτσούνας / ασχημόφατσας σε έναν από τους πλέον διασκεδαστικούς διαγωνισμούς. (Τα πιο αξιοπερίεργα καλλιστεία του κόσμου, in2life.gr, 24/5/2022 )

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαρύτιμος τὸ βαρύτιμον
      γενική τοῦ/τῆς βαρυτίμου τοῦ βαρυτίμου
      δοτική τῷ/τῇ βαρυτίμ τῷ βαρυτίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν βαρύτιμον τὸ βαρύτιμον
     κλητική ! βαρύτιμε βαρύτιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαρύτιμοι τὰ βαρύτιμ
      γενική τῶν βαρυτίμων τῶν βαρυτίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαρυτίμοις τοῖς βαρυτίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαρυτίμους τὰ βαρύτιμ
     κλητική ! βαρύτιμοι βαρύτιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρυτίμω τὼ βαρυτίμω
      γεν-δοτ τοῖν βαρυτίμοιν τοῖν βαρυτίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαρύτιμος < βαρύς + τιμή + -ος

Επίθετο

[επεξεργασία]

βᾰρῠ́τῑμος

  1. που τιμωρεί βαριά
  2. (ελληνιστική κοινή) πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία