τιμολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμολόγηση | οι | τιμολογήσεις |
γενική | της | τιμολόγησης* | των | τιμολογήσεων |
αιτιατική | την | τιμολόγηση | τις | τιμολογήσεις |
κλητική | τιμολόγηση | τιμολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιμολόγηση < τιμολογώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιμολόγηση θηλυκό
- ο καθορισμός της τιμής προϊόντος
- η έκδοση τιμολογίου