Μετάβαση στο περιεχόμενο

τιμολόγηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμολόγηση οι τιμολογήσεις
      γενική της τιμολόγησης* των τιμολογήσεων
    αιτιατική την τιμολόγηση τις τιμολογήσεις
     κλητική τιμολόγηση τιμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τιμολόγηση < τιμολογώ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τιμολόγηση θηλυκό

  1. ο καθορισμός της τιμής προϊόντος
  2. η έκδοση τιμολογίου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]