τιμολογήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τιμολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τιμολογώ
- θα τιμολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τιμολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τιμολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τιμολόγηση