ατιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατιμία | οι | ατιμίες |
γενική | της | ατιμίας | — | |
αιτιατική | την | ατιμία | τις | ατιμίες |
κλητική | ατιμία | ατιμίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατιμία < αρχαία ελληνική ἀτιμία < ἀ- + τιμή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατιμία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατιμία
|