infamie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infamie | infamies |
infamie (fr) θηλυκό
- η ατίμωση, η αισχρότητα, το αποτρόπαιο, η ατιμία
ενικός | πληθυντικός |
infamie | infamies |
infamie (fr) θηλυκό