infamie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infamie | infamies |
infamie (fr) θηλυκό
- η ατίμωση, η αισχρότητα, το αποτρόπαιο, η ατιμία
ενικός | πληθυντικός |
infamie | infamies |
infamie (fr) θηλυκό