ισότιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισότιμος | η | ισότιμη | το | ισότιμο |
γενική | του | ισότιμου | της | ισότιμης | του | ισότιμου |
αιτιατική | τον | ισότιμο | την | ισότιμη | το | ισότιμο |
κλητική | ισότιμε | ισότιμη | ισότιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισότιμοι | οι | ισότιμες | τα | ισότιμα |
γενική | των | ισότιμων | των | ισότιμων | των | ισότιμων |
αιτιατική | τους | ισότιμους | τις | ισότιμες | τα | ισότιμα |
κλητική | ισότιμοι | ισότιμες | ισότιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ισότιμος < (ελληνιστική κοινή) ἰσότιμος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈso.ti.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ισότιμος, -η, -ο
- που έχει την ίδια τιμή, την ίδια (οικονομική) αξία με κάποιον ή κάτι άλλο
- που έχει την ίδια τιμή, την ίδια (ηθική) αξία ή κύρος με κάποιον άλλο
- που απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα ή έχει τις ίδιες υποχρεώσεις με κάποιον άλλο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανισότιμα
- ανισοτιμία
- ανισότιμος
- ισότιμα
- ισοτιμία
- → δείτε τις λέξεις ίσος και τιμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ισότιμος