honor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
honor | honors |
honor (en)
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | honor |
γ΄ ενικό ενεστώτα | honors |
αόριστος | honored |
παθητική μετοχή | honored |
ενεργητική μετοχή | honoring |
honor (en)