ποινή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ποινή | οι | ποινές |
γενική | της | ποινής | των | ποινών |
αιτιατική | την | ποινή | τις | ποινές |
κλητική | ποινή | ποινές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποινή < αρχαία ελληνικήποινή
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποινή θηλυκό
- τιμωρία που επιβάλλεται σε κάποιον που έκανε ένα αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα ή παραβίασε / αθέτησε γραπτή συμφωνία
- Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- η εσχάτη των ποινών:
- (νομικός όρος) η θανατική ποινή, η καταδίκη σε θανάτωση
- (αθλητισμός) το πέναλτι