Μετάβαση στο περιεχόμενο

pénalité

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pénalité pénalités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pénalité (fr) θηλυκό

  1. η ποινή
  2. (αθλητισμός) το πέναλτι