pénalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pénalité | pénalités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pénalité (fr) θηλυκό
- η ποινή
- (αθλητισμός) το πέναλτι
ενικός | πληθυντικός |
pénalité | pénalités |
pénalité (fr) θηλυκό