punition
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /py.ni.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
punition | punitions |
punition (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
punition | punitions |
punition (fr) θηλυκό