Μετάβαση στο περιεχόμενο

punition

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
punition < λατινική punitio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /py.ni.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
punition punitions

punition (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]