sanction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sanction (en)
- έγκριση, συγκατάθεση, επικύρωση
- κύρωση (ποινή)
Ρήμα[επεξεργασία]
sanction (en)
- επικυρώνω, εγκρίνω, επιτρέπω
- επιδοκιμάζω
- επιβάλλω κυρώσεις
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sanction (fr) θηλυκό