sanction
Πίνακας περιεχομένων
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sanction (en)
- έγκριση, συγκατάθεση, επικύρωση
- κύρωση (ποινή)
Ρήμα[επεξεργασία]
sanction (en)
- επικυρώνω, εγκρίνω, επιτρέπω
- επιδοκιμάζω
- επιβάλλω κυρώσεις
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sanction (fr) θηλυκό