κύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κίρρωση, κυρώσει

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κύρωση οι κυρώσεις
      γενική της κύρωσης* των κυρώσεων
    αιτιατική την κύρωση τις κυρώσεις
     κλητική κύρωση κυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κύρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κύρωσις < κυρόω / κυρῶ < κῦρος
σημασία: «τιμωρία, ποινή» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sanction[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κύρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του κυρώνω, η επικύρωση
  2. τιμωρία ή μέτρα εναντίον κάποιου λόγω της παράβασης ενός κανονισμού, των όρων μιας συμφωνίας, μιας διεθνούς συνθήκης κ.λπ.
    η παράβαση των κανονισμών επισύρει διοικητικές κυρώσεις
    ※  Οι κυρώσεις ήταν βαριές, ακόμα και ισόβια κάθειρξη! (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κυρώνω και κύρος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]