amende

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.mɑ̃d/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amende amendes

amende (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]