amande
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amande < δημώδης λατινική °amandula < amygdala
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amande | amandes |
amande (fr) θηλυκό
- (τρόφιμο) το αμύγδαλο
- (αρχιτεκτονική) κάδρο σε σχήμα έλλειψης γύρω από την παράσταση του Χριστού, κυρίως σε τύμπανα ρομανικών εκκλησιών
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη amanter