αμύγδαλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
γενική | του | αμύγδαλου & αμυγδάλου |
των | αμύγδαλων & αμυγδάλων |
αιτιατική | το | αμύγδαλο | τα | αμύγδαλα |
κλητική | αμύγδαλο | αμύγδαλα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμύγδαλο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον


Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμύγδαλο ουδέτερο
- (ξηρός καρπός, τρόφιμο) ο καρπός του δένδρου αμυγδαλιά (Amygdalus communis)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ξηροί καρποί (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)