almond
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
almond
almonds
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
almond
(en)
(
τρόφιμο
) το
αμύγδαλο
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Τρόφιμα (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
বাংলা
Bosanski
Corsu
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Galego
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lombard
ລາວ
Latviešu
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
Sicilianu
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Slovenčina
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
中文