εκκλησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκλησία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἔκκλητος < ἐκ + καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω). Συγκρίνετε με το εκκλησιά.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.kliˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κλη‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκλησία θηλυκό
- (αρχαία ελληνική ιστορία) συνέλευση
- (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής
- ↪ η επιστολή του Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου
- (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών που ακολουθούν ένα δόγμα
- ↪ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
- ↪ η Ορθόδοξη Εκκλησία
- (χριστιανισμός) η εκκλησιαστική ιεραρχία
- ↪ αντιδράσεις της Εκκλησίας για το νέο νομοσχέδιο
- (χριστιανισμός) ο ναός
- άλλες μορφές: εκκλησιά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκλησία
Πηγές[επεξεργασία]
- εκκλησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)