εκκλησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκκλησία | οι | εκκλησίες |
γενική | της | εκκλησίας | των | εκκλησιών |
αιτιατική | την | εκκλησία | τις | εκκλησίες |
κλητική | εκκλησία | εκκλησίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκλησία < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἔκκλητος < ἐκ + καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.kli.ˈsi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκλησία θηλυκό
- (αρχαία ιστορία) συνέλευση
- το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής
- η επιστολή του Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου
- το σύνολο των Χριστιανών που ακολουθούν ένα δόγμα
- η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
- η εκκλησιαστική ιεραρχία
- αντιδράσεις της Εκκλησίας για το νέο νομοσχέδιο
- ο ναός
- Άλλες μορφές: εκκλησιά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκλησία
|