kirke
Εμφάνιση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kirke (da)
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ναός
- (χριστιανισμός) η εκκλησία (οργάνωση)
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kirke (no)
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ναός
- (χριστιανισμός) η εκκλησία (οργάνωση)