chiesa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chiesa | chiese |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chiesa (it)
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ο ναός
- (χριστιανισμός) εκκλησία, το σύνολο των πιστών ενός δόγματος