church
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
church | churches |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- church < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chirche < αγγλοσαξονική ċiriċe < πρωτογερμανική kirikǭ < ελληνιστική κοινή κυριακόν < κυριακός αρχαία ελληνική κύριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
church (en)
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ο ναός
- (χριστιανισμός) εκκλησία, το σύνολο των πιστών ενός δόγματος
- (θρησκεία) θρησκευτική τελετή
Πηγές[επεξεργασία]
- church - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- church - Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Χριστιανισμός (αγγλικά)
- Θρησκεία (αγγλικά)