church
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
church | churches |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- church < (κληρονομημένο) μέση αγγλική chirche < αγγλοσαξονική ċiriċe < πρωτογερμανική kirikǭ < ελληνιστική κοινή κυριακόν < κυριακός αρχαία ελληνική κύριος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]church (en)
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ο ναός
- ⮡ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
- Διακόσμησαν την εκκλησία με λουλούδια για την τελετή του γάμου.
- ⮡ They decorated the church with flowers for the wedding ceremony.
- (χριστιανισμός) εκκλησία, το σύνολο των πιστών ενός δόγματος
- (θρησκεία) θρησκευτική τελετή
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Χριστιανισμός (αγγλικά)
- Θρησκεία (αγγλικά)