αντεκκλησιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεκκλησιαστικός < αντι- + εκκλησιαστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντεκκλησιαστικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεκκλησιαστικός
|