amygdala
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amygdala < αρχαία ελληνική ἀμυγδάλη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈmyɡ.da.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amygdala θηλυκό