summons
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
summons | summonses |
summons (en)
- (νομικός όρος) η κλήση, η κλήτευση, η επίσημη πρόσκληση κάποιου για να παρουσιαστεί στο δικαστήριο
- ↪ I issue a summons.
- Εκδίδω κλήση.
- ↪ I serve someone a summons.
- Επιδίδω κλήση σε κάποιον.
- ↪ I issue a summons.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
summons στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
summons (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- summons - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 452-453. ISBN 9780194325684., λήμμα: κλήση