inclination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
- inclination < ύστερη μέση αγγλική inclinacioun < παλαιά γαλλική inclination < λατινική inclīnātiō < inclinare (κλίνω προς/γέρνω προς). Δείτε και incline
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnklɪˈneɪʃ(ə)n/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inclination | inclinations |
inclination (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- tendency
- propensity
- proclivity
- leaning
- predisposition
- disposition
- predilection
- weakness
- proneness
- desire
- wish
- readiness
- impulse
- bent
- list (αρχαιοπρεπές)
- humour (αρχαιοπρεπές)
- velleity (σπάνιο)
- sloping
- degree of sloping
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.kli.nɛ.zɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
inclination | inclinations |
inclination (fr) θηλυκό