list
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
list | lists |
list (en)
- η λίστα, ο κατάλογος
- ⮡ a shopping list - λίστα με τα ψώνια
- ⮡ a waiting list - λίστα αναμονής
- ⮡ Put it on the list.
- Βάλ' το στον κατάλογο.
- (προγραμματισμός) η λίστα, είναι δομή δεδομένων
- ⮡ Many data structure needs can be met with the built-in list type.
- Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
- υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
- δείτε επίσης: list (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ⮡ Many data structure needs can be met with the built-in list type.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | list |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lists |
αόριστος | listed |
παθητική μετοχή | listed |
ενεργητική μετοχή | listing |
list (en)
- (μεταβατικό) καταγράφω, παραθέτω, φτιάχνω λίστα
- ⮡ I will list all of my appointments.
- Θα καταγράψω όλα τα ραντεβού μου.
- ⮡ They listed all the things in the house.
- Κατέγραψαν όλα τα πράγματα του σπιτιού.
- ⮡ The key points are listed below.
- Τα βασικά σημεία παρατίθενται παρακάτω.
- ⮡ Towns in the guide are listed alphabetically.
- Οι πόλεις στον οδηγό παρατίθενται αλφαβητικά.
- ⮡ They asked us to list our ten favorite songs.
- Μας ζήτησαν να φτιάξουμε μια λίστα με τα δέκα αγαπημένα μας τραγούδια.
- ⮡ I will list all of my appointments.
- (μεταβατικό) απαριθμώ, παραθέτω, αναφέρω ή συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε μια λίστα
- ⮡ Can you list the capitals of Europe?
- Μπορείς να απαριθμήσεις τις πρωτεύουσες της Ευρώπης;
- ⮡ He listed all of his sources.
- Παρέθεσε όλες τις πηγές του.
- ⮡ Articles may be listed under more than one heading.
- Τα άρθρα μπορεί να αναφέρονται κάτω από περισσότερους από έναν τίτλους.
- ⮡ Can you list the capitals of Europe?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κοστολογώ, βάζω κάτι σε μια λίστα με πράγματα προς πώληση
- ⮡ This laptop lists at $500.
- Αυτό το λάπτοπ κοστολογείται στα 500 δολάρια.
- ⮡ This laptop lists at $500.
- (μεταβατικό, οικονομία) εισάγω, διαθέτω μετοχές μιας εταιρείας σε χρηματιστήριο
- ⮡ The company will be listed on the New York Stock Exchange.
- Η εταιρεία θα εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
- ⮡ The company will be listed on the New York Stock Exchange.
- (αμετάβατο) γέρνω, για πλοίο που γέρνει στη μια πλευρά
- ⮡ It began to list dangerously and the order was given to abandon ship.
- Άρχισε να γέρνει επικίνδυνα και δόθηκε η εντολή να εγκαταλείψουμε το πλοίο.
- ⮡ It began to list dangerously and the order was given to abandon ship.
Πηγές
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (bs)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Κροατικά (hr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (hr)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (pl) αρσενικό
- η επιστολή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]list (pl)
- γενική πληθυντικού του lista
Σλοβακικά (sk)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (sk) αρσενικό
- η επιστολή
Τσεχικά (cs)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]list (cs) αρσενικό
- το φύλλο φυτού
- το φύλλο χαρτιού
- (παρωχημένο) το πιστοποιητικό
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Προγραμματισμός (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Οικονομία (αγγλικά)
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Κροατική γλώσσα
- Ουσιαστικά (κροατικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (πολωνικά)
- Σλοβακική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σλοβακικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (τσεχικά)
- Τσεχική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τσεχικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (τσεχικά)