need

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
need needs

need (en)

  • η ανάγκη
    ⮡  They live in a respectable house that meets their needs.
    Ζουν σε ένα αξιοπρεπές σπίτι που καλύπτει τις ανάγκες τους.
    ⮡  The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
ενεστώτας need
γ΄ ενικό ενεστώτα needs
αόριστος needed
παθητική μετοχή needed
ενεργητική μετοχή needing

need (en)

  1. (μεταβατικό) χρειάζομαι, θέλω, απαιτώ κάτι ή κάποιον επειδή είναι ουσιαστικά ή πολύ σημαντικά, όχι απλώς επειδή θα ήθελα να τα έχω
    ⮡  I need you, don’t leave.
    Σε χρειάζομαι, μη φεύγεις.
    ⮡  I need two hours to finish the job.
    Χρειάζομαι δύο ώρες για να τελειώσω τη δουλειά.
    ⮡  I don’t need your help./I don’t need you to help me.
    Δε μου χρειάζεται η βοήθειά σου.
    ⮡  Thanks, that’s what I needed.
    Ευχαριστώ, αυτό χρειαζόμουν.
    ⮡  Do you need me to come too?
    Χρειάζεται να έρθω κι εγώ;
    ⮡  A swim in the sea is all I needed today.
    Ένα μπάνιο στη θάλασσα είναι ό,τι χρειάζεται σήμερα.
    ⮡  Linen needs very good ironing.
    Τα λινά θέλουν πολύ καλό σιδέρωμα.
  2. (συνήθως need to) χρειάζεται να (ως απρόσωπο ρήμα), πρέπει να, υποχρεώνεται να, είμαι υποχρεωμένος να
    ⮡  I didn’t need to go.
    Δε χρειάστηκε να πάω.
    ⮡  Do I need to tell you more?
    Τι χρειάζεται να σου πω περισσότερα;
    ⮡  Do I need to help too?
    Χρειάζεται να βοηθήσω και εγώ;
    ⮡  If it is needed, let me know.
    Αν χρειαστεί, ειδοποίησέ με.
    ⮡  No, it’s not needed.
    Όχι, δε χρειάζεται.
    ⮡  I need to see him.
    Πρέπει να τον δω.
    ⮡  Parents need to send their kids to school.
    Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
    ⮡  He doesn’t need to go to the office today.
    Δεν είναι υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο σήμερα.
    ⮡  He’s so rich that he doesn’t need to work.
    Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη must