lista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
lista | listas |
lista (pt) θηλυκό
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lista | liste |
lista (it)
Φινλανδικά (fi) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lista (fi)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lista (pl) θηλυκό
- η λίστα