proclivity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
proclivity | proclivities |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]proclivity (en)
- η τάση, η κλίση, η ροπή για κάτι
- η προδιάθεση
ενικός | πληθυντικός |
proclivity | proclivities |
proclivity (en)