προδιάθεση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προδιάθεση | οι | προδιαθέσεις |
γενική | της | προδιάθεσης* | των | προδιαθέσεων |
αιτιατική | την | προδιάθεση | τις | προδιαθέσεις |
κλητική | προδιάθεση | προδιαθέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προδιαθέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προδιάθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προδιάθεσις < προδιατίθημι < αρχαία ελληνική πρό + διατίθημι. Μορφολογικά, προ-, διάθεση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈðʝa.θe.si/ και /pɾoˈði̯a.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐δι‐ά‐θε‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προδιάθεση θηλυκό
- η τάση που έχει κάποιος να κάνει κάτι (έμφυτη ή επίκτητη)
- η ψυχική διάθεση κάποιου προς πρόσωπα, ιδεολογίες ή καταστάσεις, σωστή ή λανθασμένη, που έχει δημιουργηθεί εκ των προτέρων
- (ιατρική) η τάση κάποιου να προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες, η ευπάθεια που έχει προς αυτές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προδιαθέτω, διαθέτω και θέτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προδιάθεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα προ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)