wish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wish | wishes |
wish (en)
- (μόνο πληθυντικός) οι ευχές, έκφραση ευχής που απευθύνεται σε κάποιον
- ↪ New Year’s wishes - πρωτοχρονιάτικες ευχές
- ↪ Many/warm/heartfelt/best wishes (from me) for your name day/for the new year/for your wedding.
- Πολλές/θερμές/εγκάρδιες/με τις καλύτερες ευχές (μου) για τη γιορτή σου/για τον καινούριο χρόνο/για το γάμο σου.
- η ευχή, η επιθυμία, μια αίσθηση ότι θέλω να κάνω κάτι ή να έχω κάτι
- ↪ My wish is for you to live and be happy.
- Η ευχή μου είναι να ζήσεις και να ευτυχήσεις.
- ↪ My wish is for you to live and be happy.
- η ευχή, η επιθυμία, κάτι που θέλω να έχω ή να συμβεί
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wishes |
αόριστος | wished |
παθητική μετοχή | wished |
ενεργητική μετοχή | wishing |
wish (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) θέλω, μακάρι να, θέλω να κάνω κάτι· θέλω να γίνει κάτι
- (αμετάβατο) εύχομαι, σκέφτομαι πολύ εντατικά ότι θέλω κάτι, ειδικά κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με καλή τύχη ή μαγεία
- ↪ I wish it would rain tomorrow.
- Εύχομαι να βρέξει αύριο.
- ↪ I wish it would rain tomorrow.
- (μεταβατικό) εύχομαι, λέω ότι ελπίζω ότι κάποιος θα είναι ευτυχισμένος, τυχερός κτλ.
- ↪ I wished him a speedy recovery.
- Τον ευχήθηκα ταχεία ανάρρωση.
- ↪ I wished him a speedy recovery.
Πηγές[επεξεργασία]
- wish (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wish (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 347. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευχή, εύχομαι