wish

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
wish wishes

wish (en)

  1. η ευχή
    New Year’s wishes - πρωτοχρονιάτικες ευχές
  2. η επιθυμία
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη desire

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας wish
γ΄ ενικό ενεστώτα wishes
αόριστος wished
παθητική μετοχή wished
ενεργητική μετοχή wishing

wish (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) θέλω, μακάρι να, θέλω να κάνω κάτι· θέλω να γίνει κάτι
    I wish to go home.
    Θέλω να πάω σπίτι.
    I understand that you wish to tell me something.
    Νομίζω ότι θέλετε να μου πείτε κάτι.
    I wish to be a doctor!
    Μακάρι να γίνω γιατρός!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη desire
  2. (αμετάβατο) εύχομαι, σκέφτομαι πολύ εντατικά ότι θέλω κάτι, ειδικά κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με καλή τύχη ή μαγεία
    I wish it would rain tomorrow.
    Εύχομαι να βρέξει αύριο.
  3. (μεταβατικό) εύχομαι, λέω ότι ελπίζω ότι κάποιος θα είναι ευτυχισμένος, τυχερός κτλ.
    I wished him a speedy recovery.
    Τον ευχήθηκα ταχεία ανάρρωση.

Πηγές[επεξεργασία]