readiness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
readiness (en)
- (μη μετρήσιμο) η ετοιμότητα
- ↪ Kostas is distinguished by its readiness.
- Ο Κώστας διακρίνεται για την ετοιμότητά του.
- ↪ Kostas is distinguished by its readiness.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η προθυμία
- ↪ His readiness to help…
- Η προθυμία του να βοηθήσει…
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη willingness
- ↪ His readiness to help…