readiness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

readiness < ready + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

readiness (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ετοιμότητα
    Kostas is distinguished by its readiness.
    Ο Κώστας διακρίνεται για την ετοιμότητά του.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η προθυμία
    His readiness to help…
    Η προθυμία του να βοηθήσει…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη willingness

Πηγές[επεξεργασία]