Μετάβαση στο περιεχόμενο

willingness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
willingness < willing + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

willingness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)