willing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός willing
συγκριτικός more willing
υπερθετικός most willing

willing (en)

  • πρόθυμος, που έχει τη θέληση να κάνει κάτι
    a willing worker - πρόθυμος εργάτης

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

willing (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 739. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρόθυμος