willing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
willing (en)
- πρόθυμος, που έχει τη θέληση να κάνει κάτι,