πρόθυμος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πρόθυμος < αρχαία ελληνική πρόθυμος
Επίθετο[επεξεργασία]
πρόθυμος, -η, -ο
- που έχει θετική διάθεση να εργαστεί ή /και να βοηθήσει σε κάτι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρόθυμος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πρόθυμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πρόθυμος