predilection
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
predilection | predilections |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌpɹiː.dəˈlɛk.ʃn̩/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
predilection (en) (for)
ενικός | πληθυντικός |
predilection | predilections |
predilection (en) (for)