humour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
humour (en) (βρετανική γραφή)
- (μη μετρήσιμο) το χιούμορ, η ιδιότητα του να είναι αστείος· η ικανότητα να γελάω με πράγματα που είναι αστεία
- ↪ You have a good sense of humour.
- Έχεις πολύ χιούμορ.
- ↪ He has no sense of humour (at all).
- Δεν έχει καθόλου χιούμορ.
- ↪ She doesn’t have much of a sense of humour.
- Δεν έχει πολύ χιούμορ.
- ↪ It’s no time for humour.
- Δεν είναι ώρα για χιούμορ.
- ↪ His remarks are full of humour.
- Η κουβέντα του είναι γεμάτη χιούμορ.
- ↪ You have a good sense of humour.
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
humour | humours |
humour (fr) αρσενικό
- το χιούμορ